Λοιπόν να πως έχουν τα πράγματα.
Κάποτε όταν ακόμα ήμουν αμούστακο, κάποιοι παππούδες, που δε ζουν πια γιατί ήταν και μια γενιά πίσω απ' τον παππού μου, μου είχαν πει κάτι πολύ ωραίες ιστορίες που μου κάναν πολύ εντύπωση και ακόμα βρίσκονται καρφωμένες μέσα μου, αν και ξεθωριασμένες κάπως. Μια από αυτές ήταν και η εξής:
Για να αντιμετωπίσουν κάποιες αρρώστιες (ούτε που θυμάμαι ποιες) μιας και γιατροί φάρμακα κτλ. ήταν πολυτέλειες τότε, κολλάγαν μόνοι τους πάνω τους βδέλλες για να ρουφήξουν το κακό αίμα. Κάποια στιγμή ο ασθενής θεραπευόταν και τις ξεκόλλαγε και όλα καλά. Και η βδέλλα χορτάτη, και ο άνθρωπος περδίκι. Τώρα αυτή έβρισκε αλλού φαΐ, πέθαινε, who cares? Βδέλλα είναι.
Τώρα όμως βλέπω το εξής. Έστω λοιπόν ότι βδέλλα ισούται με πράγματα, καταστάσεις, ακόμα και ανθρώπους. Δηλαδή συγγενείς, φίλους, γυναίκες και απλούς γνωστούς. Κάποια στιγμή λοιπόν εντοπίζω πάνω μου “κακό αίμα”. Κανείς δε με είχε ενημερώσει τότε για εναλλακτικές. Έβαλα λοιπόν κάποιες βδέλλες στη ζωή μου για να το ρουφήξουν. Και βολευόμασταν και οι δύο (τρεις, τέσσερεις, εκατόν πενήντα τέσσερεις δεν έχει τόση σημασία). Αλλά εγώ το 'κανα για να γίνω καλά. Σκόπευα εξαρχής να πάω παραπέρα από αυτό και το χα δηλώσει.
Περνά λοιπόν ο καιρός κι εγώ εξελίσσομαι. Και η σχέση αλληλεξάρτησης πρέπει να τελειώσει. Πάντα πονάει όταν πρέπει να την ξεκολλήσεις αλλά έτσι είναι. Και καλά όταν μιλάμε για πράγματα και καταστάσεις. Όχι ότι πονάει λιγότερο απαραίτητα, αλλά πάει στο διάολο. Αλλά όταν πρόκειται για ανθρώπους, χέσε μέσα.
Πολλοί βολεύονται με τις σχέσεις αλληλεξάρτησης. Εσύ είσαι η βδέλλα τους κι αυτοί η δικιά σου. Αλλά πρέπει να φύγουν. Όχι όλες. Κάποιες εξελίσσονται μαζί σου. Γίνονται κι αυτές κάτι καλύτερο. Κάποιες όχι. Εκεί είναι τα ζόρια. Κάποιες συμβίωσαν τόσο μαζί μου και τόσο έντονα, που όταν τις ξεκόλλησα με το μαχαίρι αναγκάστηκα να μου κόψω και λίγο κρέας. Θα επουλωθεί δε λέω, μπορεί να αφήσει και σημάδι. Αλλά πρέπει. Αλλιώς παθαίνεις αφαίμαξη όσο αυτή μεγαλώνει. Κι αυτή έχει ένα όριο όπου σκάει – σαπίζει και πέφτει νεκρή. Οπότε πρέπει απλά να φύγει, πάση θυσία. Και εδώ είναι το περίεργο. Περάσατε πολλά μαζί, την αγάπησες και την πονάς. Πιθανόν να την αγαπάς για πάντα. Και ταυτόχρονα, όταν φύγει από πάνω σου, να μη θες να ξέρεις που βρίσκεται, τι κάνει, αν ζει ή αν πέθανε. Κι ας την αγαπάς ακόμα. Γιατί σου θυμίζει το δηλητήριο που ρούφηξε. Που κατ’ επέκταση δεν ήταν και ποτέ δικό σου, αλλά αυτό είναι μεγάλη κουβέντα.
Δε θα καταλάβει κάποιος εύκολα πως είναι εύκολο να την αγαπάς, τη βδέλλα σου, κι όμως να φεύγεις και να αδιαφορείς. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, τουναντίον πονάει πολύ. Και έκανα πάντα προσπάθειες να τις βοηθήσω να εξελιχτούν κι αυτές σε κάτι καλύτερο. Αλλά κάποιες δεν ήθελαν, ή δεν μπορούσαν. Προσπάθησα να τους βρω άλλο ξενιστή (αν και κάποιες τα καταφέρνουν πολύ καλά και μόνες τους να τον βρουν). Όταν κι αυτό όμως αποτύχαινε, τις ξήλωνα γρήγορα από πάνω μου, γύριζα την πλάτη κι έφευγα. Κι ας θεωρούμαι κυνικός.
Θέλω να πιστεύω ότι η πρόοδος της ιατρικής έφτασε πια και στην πόρτα μου. Γιατί κουράστηκα. Και να τις κουβαλάω και να πονάω κατά την αφαίρεση. Ελπίζω λοιπόν αυτή η περίοδος να είναι η τελευταία φορά και να μην ξαναχρειαστεί. Όχι ότι αν ξαναχρειαστεί δε θα το κάνω. Αλλά από ένα σημείο και μετά είναι χειρότερο, γιατί ανακαλύπτεις ότι απλά αλλάζεις βδέλλες, δεν θεραπεύεσαι στα αλήθεια. Και τις αγαπάω όλες ακόμα. Με το δικό μου τρόπο.
Το παρασοβάρεψα. Κι ας το ‘γραψα μέσα σε 20 λεπτά. Κι ας είμαι και ερωτευμένος δέκα χρόνια με την Marisa Tomei. Ας δούμε και καμιά τσόντα να γελάσουμε λίγο.