BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS »

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

μακριά από τη βρώμα του παχύρρευστου φωτός

Ο Λόγκαν γυρίζει στην πόλη, σαν την άδικη κατάρα. Άλλη μια φορά που ψάχνει να βρει τον εαυτό του και τις απαντήσεις στη νύχτα.

Μπαρ. Κόσμος. Εικόνες επαναλαμβανόμενες. Και αυτή η μυρωδιά. Ω, θεέ μου, πόση βρώμα!

δεν έχει μιλήσει σχεδόν καθόλου σήμερα. Κουράστηκε να επαναλαμβάνει τις ίδιες, αφόρητα άδειες κουβέντες. Να θεωρεί δεδομένο το εμπόριο της σάρκας, του μυαλού και των δηλητηρίων. Και βουλιάζει για μια ακόμα φορά στις σκέψεις του.

Και περπατάει...


το ευλογημένο αυτό περπάτημα. Όπου το κορμί μπαίνει στον αυτόματο πιλότο και ο νους βουλιάζει στις σκέψεις του. Όπου η κίνηση προσφέρει την απαραίτητη προστασία μα και καταφύγιο από την ακινησία γύρω του. Μα και μέσα

το περπάτημα. Αυτό το οποίο


σήμερα τον έφερε πιο μακριά από τις άλλες φορές. Εκεί που τελειώνουν τα κτίρια. Και τελειώνει και η άσφαλτος. Και τελειώνουν και τα λίγα αυτά, άσχημα τεχνητά φώτα.

Προσπέρασε την πύλη του νεκροταφείου χωρίς καν να το σκεφτεί. Ίσα που παιχνίδισαν τα μάτια του για να φωτογραφίσουν το μέρος. Αφού εδώ τον έβγαλε ο δρόμος, κάποιος λόγος θα υπήρχε. Δεν έβγαζε εξάλλου περισσότερο νόημα, από όλη την υπόλοιπη μέρα που πέρασε. Ούτε και λιγότερο όμως.





Μαύρο τοπίο με γλυκερές μυρωδιές. Άνθρωποι με λερωμένα ρούχα γύρω από μωβ φωτιές, γελάνε με τις βραχνές φωνές τους. Ο ψηλός σηκώνεται.

«Χάθηκες μεγάλε; Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα; Κλαις κανέναν;»

Γνέφει όχι.

«Βιάζεσαι να πεθάνεις και κάνεις πρόβα;» ρωτάει ο πιο αξύριστος. Και οι άλλοι γελάνε βροντερά.

Σηκώνει τους ώμους του.

«Δε φοβάσαι το θάνατο μικρέ;» ρωτάει ο πιο γέρος.


Με το θάνατο παλέψαμε στα λιβάδια του πόνου.

Έχω το σημάδι του και κείνος το δικό μου.

Δε φοβάμαι τίποτα μονάχα το μυαλό μου.



«Καλός είναι ο μικρός»λέει ο ψηλός. «Ναι» λέει ο γέρος. «Τα βλέφαρα του είναι κουρασμένα αλλά τα μάτια πετάν φωτιές.»


Μισό χαμόγελο φαίνεται απ’ τα μουστάκια του ψηλού, και δίνει το σήμα. Μουσικές πρωτόγνωρες ακούγονται από άγνωστα όργανα. Το τοπίο αλλάζει και όλοι χορεύουν και τραγουδάνε. Παγανιστικά. Ψέματα: Ακαταλαβίστικα.




Δώσε μου το χέρι σου ετούτη τη στιγμή

Τραγούδα το σκοπό μας και πάμε όλοι μαζί

Τα κόκαλα είν’ τα όργανα κι θάνατος η αρχή


Μα πως να το χωνέψεις;



Διακόσμησες τα μάτια σου με γκριζωπά γυαλιά

Και η κυριλέ σου φύση κούρεψε τα μαλλιά

Τώρα η αναμνήσεις σου ζητάνε τα παλιά

περασμένα μεγαλεία

Τι θες να μαγειρέψεις;


Φάλτσα η ευτυχία σου κούφια η ζωή

Γιατί ξέχασες να ακούς και δεν μπορείς να δεις

Πέρασαν τα χρόνια και δεν γυρίζουν πια

Μα δεν πειράζει τόσο όσο η βρωμιά

Πλύσου με τα όνειρα που δε βλέπεις πια

Κι άσε την ψυχή σου να βουτήξει από ψηλά!




HEY!



Die, die we all pass away
But don't wear a frown cuz it's really okay
And you might try 'n' hide
And you might try 'n' pray
But we all end up the remains of the day


Και τότε είδε την αλήθεια! Οι νεκροθάφτες είναι οι πραγματικοί δικαστές του κόσμου αυτού. Μόλις φύγουν οι πωλούντες και οι αγοράζοντες του θρήνου και τα εγωιστικά παρακάλια, αποδίδουν δικαιοσύνη σε όσους φεύγουν περισσότερο από όσο θα καταλάβουν ποτέ, αυτοί που μένουν. Ξεθάβουν και θάβουν τα πτώματα, ξανά και ξανά. Εραστές θάβονται μαζί, αγκαλιά. Φτωχοί σε χρυσοποίκιλτες κάσες, και πλούσιοι σε αναχώματα με ξύλινους σταυρούς, ανάλογα με τη διαγωγή τους αυτή τη φορά. Αλλού οι καλλιτέχνες αλλού οι καρκινοπαθείς κι αλλού οι παιδεραστές... και πάει λέγοντας.

Κι όταν όλα τελειώνουν διαβάζουν ιστορίες σε γλώσσες ξεχασμένες και δίνουν τις απαντήσεις αδιακρίτως σε όλους αυτούς που τις έψαχναν και τις ποθούσαν. Και οι απαντήσεις για άλλους είναι οδύνη και για άλλους ευλογία. Αλλά για όλους λύτρωση.

χωρίς να το καταλάβει ξαναβρέθηκε στην είσοδο της πόλης. Μα αυτή τη φορά όλα ήταν τόσο μα τόσο διαφορετικά. Οι μυρωδιές, τα φώτα, τα χρώματα... ακόμα και η αφή. Όλα έμοιαζαν πλαστικά. Χωρίς ζωή, χωρίς θερμότητα. Κοντοστάθηκε. Για λίγο όμως. Τόσο δα


Και μετά μπήκε.

There’s a hole in the world like a great black pit
And it’s filled with people who are filled with shit

And the vermin of the world inhabit it


Τα φώτα του δρόμου έριχναν υγρό, παχύρρευστο φως στους δρόμου. Αυτό επέλεγε να δώσει ζωή μόνο στις λείες και γυαλιστερές επιφάνειες, ενώ γλίστραγε στις άγριες, αφήνοντας μόνο σκιές πίσω του. Τα αυτοκίνητα στους δρόμους σταμάταγαν σε κάθε γωνία που διασταυρώνονταν με κάποια άλλα, βρίζοντας και χτυπώντας το ένα το άλλο, με τους ανθρώπους που είχαν μέσα τους.

Φεύγει τρέχοντας να γλιτώσει από την παράνοια, και ανοίγει την πρώτη πόρτα που βρίσκει με φωτεινή επιγραφή. Σκούπισε τα χέρια του από το υγρό φως και παρέμεινε στα σκοτάδια. Και παρατηρούσε...


Ένας τύπος ανάβει τσιγάρο κι αμέσως τα παπούτσια του κοκκινίζουν και βγάζουν καπνούς. Με κάθε ρουφηξιά καίγονται τα πόδια του προς τα πάνω κι αυτός όλο και κονταίνει. Στο τέλος καίγεται το κεφάλι του και το τσιγάρο πέφτει στο πάτωμα με μία έκφραση βαθιάς ευδαιμονίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Κρατάει μόνο 15 λεπτά και μετά σηκώνεται και ψάχνει με αγωνία τον επόμενο άνθρωπο.

Άνθρωποι που φοράνε τα ρούχα των πεθαμένων μιλάνε στην τηλεόραση. Τραγουδάνε τη μελωδία της διχόνοιας με τις βραχνές γλυκιές, blues φωνές τους ντύνοντας το ρεφρέν ο καθένας με το όνομα του άλλου. Από κάτω θεατές φοράνε τα ρούχα των ζωντανών και καυχιούνται ο,τι τραγουδάνε την αγάπη. Μπαίνουν στην αρένα και τσακώνονται μεταξύ τους για τα ψήγματα αλήθειας που τους πετάξαν, για να φτιάξουνε θρησκείες. Οι αποπάνω γελάνε αγκαλιασμένοι πίνοντας νέκταρ με γλυκάνισο και τρώγοντας μεζεδάκια με χαβιάρι, φτιαγμένο από το μεδούλι των χτεσινών νικητών, και φουαγκρά από το συκώτι τους. Θέλουν μόνο τα καλύτερα!

Και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί...




Μοναχικά παξιμάδια ψάχνουν τις βίδες των ονείρων τους σε σκοτεινές αποθήκες υπό τους ήχους γιγαντιαίων BlacknDecker. Μόλις τσεκάρουν αν ταιριάζει το διαμέτρημα, σκοπός τους είναι να καρφωθούν σε έναν τοίχο για την υπόλοιπη ζωή τους, και να γεννήσουν 1,3 πινέζες, που θα συνεχίσουν το παραμύθι όταν αυτά σκουριάσουν.

Τα ζώα τα οικόσιτα υπνωτισμένα φέρονται σαν άνθρωποι. Όλοι αποφεύγουν να τα φέρουν σε επαφή με ωμό κρέας ή αίμα. Διότι είναι ο μόνος τρόπος να λυθούν τα μάγια των ανθρώπων και τα ζώα να ξανακούσουν την κραυγή των προγόνων τους. Τότε είναι που συνειδητοποιούν ότι δεν είναι στο δάσος αλλά εγκλωβισμένα στο τσιμέντο. Και τρελαίνονται από το φόβο και επιτίθενται στους εχθρούς τους: τα δίποδα. Και τα κομπλεξικά δίποδα τα σκοτώνουν γιατί ζηλεύουν το όμορφο τρίχωμά τους, την ευαίσθητη μύτη, τα γαμψά τους νύχια και τα σκληρά τους δόντια. Προσπαθούν! Φτιάχνουν όπλα, ρούχα, κιάλια· αλλά τίποτα τόσο όμορφο όσο τα τετράποδα.


Για αυτό θέλουν να τα υποτάξουν να τα εκμεταλλευτούν, να τα καταστρέψουν.




«Τι σκατά είναι όλα αυτά;;;;;»




Something better than nothing, it's giving up 
We all need to do something
Try keep the truth from showing up


You're given a flower
But I guess there's just no pleasing you
Your lips tastes sour
But you think that it's just me teasing you

Ο Λόγκαν φεύγει τρέχοντας προς τη σκάλα. Ανεβαίνει τους ορόφους σχεδόν πετώντας ενώ ένα σκληρό δάκρυ οργής κυλάει από το αριστερό του μάτι. Φτάνει στην ταράτσα και κοιτάζει κάτω αποφασισμένος. Και τότε βλέπει το Παιχνίδι.

Ακίνητοι άνθρωποι με μεγάλα πλακουτσωτά πόδια και στρογγυλά κεφάλια στέκονται σε ένα τεράστιο ταμπλώ-κυψέλη γεμάτο εξάγωνα. Ο καθένας στο δικό του περιμένει τη σειρά του να παίξει. Να ρίξει το ζάρι για να πάει μπροστά. Ή πίσω ή στο πλάι. Αλλά κερδίζει αυτός που θα πάει μπροστά.

Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα. Όχι οι συγκρούσεις. Όχι ότι οι πιθανότητες είναι πάντα μεγαλύτερες να πας ούτε μπρος ούτε πίσω, αλλά στο πλάι. Όχι ότι αργά η γρήγορα οι περισσότεροι ξαναγυρνάνε στα ίδια τετράγωνα – ή μήπως δεν έφυγαν ποτέ; Ούτε ακόμα πως αν σηκώσουν το κεφάλι δε φαίνεται καν προς τα που είναι το «μπροστά»

Το πρόβλημα είναι πως δε σηκώνουν καν το κεφάλι.

Γυρίζει αηδιασμένος και παίρνει φόρα. Θέλει να βουτήξει από την άλλη πλευρά της ταράτσας. Μακριά από όλα αυτά.


Βουτάει.


Αλλά κάτι λείπει.


Δεν νιώθει τον αέρα στο πρόσωπο του να τον μαστιγώνει. Δεν μπορεί να καταλάβει αν το έδαφος έρχεται κατά πάνω του ή απομακρύνεται. Όλα μυρίζουν πλαστικό.


Κλείνει τα μάτια του και τα αυτιά του. Δεν ήθελε ένα τέτοιο θάνατο. Που να μη μπορεί να το ζήσει. Αποστειρωμένο. Είναι όμως πολύ αργά. Ας τελειώσει τουλάχιστον, όσο γίνεται πιο γρήγορα.








Παύση.









Ανοίγει τα μάτια. Βρίσκεται πάνω σε ένα εξάγωνο. Όχι ρε γαμώτο, ακόμα δεν τέλειωσε.

Κάτι τον ενοχλεί στην τσέπη. Ένα ζάρι.


«Παίξε.»


Κανείς δεν είναι γύρω του, κι ακούει. «Παίξε»





Παίξε! Παίξε! Παίξε!



ΠΑΙΞE





Όxι.




Πετάει το ζάρι. Δε φτάνει ποτέ στο έδαφος. Διαλύεται στον αέρα.

«Άντε γαμήσου. Δεν έχω τίποτα να χάσω.»

Περπατάει πάνω στις γραμμές που χωρίζουν τα εξάγωνα. Μέχρι να το βουλώσουν οι Ερινύες. Και όταν έρχεται η πολυπόθητη σιωπή, ξεκολλάει μερικά εξάγωνα σαν αυτοκόλλητα, κλείνει τα μάτια, και βουτάει μέσα στη μαύρη τρύπα.



Ανοίγει τα μάτια. Είναι μπροστά στη φωτιά. Οι νεκροθάφτες γύρω του γελάνε.

«Είσαι καλά ρε;»

Γνέφει ναι.

«Κατάλαβες τώρα;»

Χαμογελάει.




Σηκώνεται όρθιος κι απομακρύνεται.




Εκτός








Dedicated to my beloved