BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS »

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Περί Μοναξιάς (πράξη 4η)

Διονύσης


7 η ώρα. Σκοτείνιασε ήδη. Πλάκα πλάκα χειμώνιασε. Πέρασαν οι μέρες... Ποιες μέρες; Μήνες! Και δεν πήρε χαμπάρι. Πότε ήταν όταν ξεκίνησε τα ταξίδια; ούτε που θυμάται. "Γέρασα" σκέφτηκε. "Έκλεισα φέτος τα 37!" είπε και γέλαγε μόνος του. Δε ένιωθε κάποια ανάγκη να διακωμωδήσει την κατάστασή του, του έβγαινε τελείως φυσικά.

Το μεσημέρι είχε αράξει σε ένα καφενείο - ουζερί από αυτά που βρίσκονται πάνω στην εθνική οδό. όπως πάντα, αργά ή γρήγορα, θα έπιανε κουβέντα με κάποιον νταλικέρη. θα τον κερνούσε κάνα δυο ποτηράκια και μετά θα έμπαινε μαζί του στην νταλίκα και όπου τον βγάλει ο δρόμος. Προτιμούσε τα χωριά, αλλά είχε μείνει και σε αρκετές πόλεις. Έμενε κάποιες μέρες, συνήθως φιλοξενούμενος σε σπίτια, σε ανθρώπους που γνώριζε εκείνη τη μέρα. Είχε λεφτά για να νοικιάσει και δωμάτιο, πολλές φορές το 'κανε κι αυτό. Η αναπηρική του σύνταξη ήταν υπεραρκετή Αλλά προτιμούσε να χαλάει τα λεφτά του σε κεράσματα και δώρα. Πολλές φορές άφηνε και μερικά χαρτονομίσματα κάτω από το μαξιλάρι που κοιμόταν, πριν φύγει από το σπίτι που έμενε.

Αυτή ήταν η ζωή του τους τελευταίους μήνες. Βόλτες, καφενεία και άραγμα στις πλατείες. Και πολλά άλλα πράγματα ανάλογα το μέρος που βρισκόταν. Γνώριζε κόσμο και αφηνόταν στις συζητήσεις μαζί τους. Ήταν ανοιχτός στις προτάσεις τους. Λαρισαίος στη Λάρισα και Κρητικός στην Κρήτη. Ήταν για αυτόν οι προσωρινοί του φίλοι, τα εφήμερα αδέρφια του. Οι ερωμένες του, ήταν σύζυγοι του για μια βδομάδα. Ζούσε τη στιγμή. Μόνο αυτό είχε σημασία.

Κάθε φορά συστηνόταν με διαφορετικό όνομα όπου πήγαινε. Δεν τον ενδιέφερε η υστεροφημία. Αντιθέτως ήθελε να την αποφύγει. Είχε τόσο υποφέρει από αυτήν. Από τη σημασία που της είχε ο ίδιος δώσει. Και οι γύρω του. Οι πρώην αγαπημένοι του φίλοι, συγγενείς, κτλ. Δεν ήθελε κανείς ποτέ να συνδυάσει το όνομά του με πράξεις και καταστάσεις. Ήθελε όπου πήγαινε, ή ζωή του να αρχίζει τη στιγμή που θα πατήσει το πόδι του και να τελειώνει όταν φεύγει. Μαζί με το όνομά του πολλές φορές άλλαζε την εμφάνιση, τα μαλλιά, τα μούσια... ακόμα και το χαρακτήρα του. Γινόταν άλλος άνθρωπος. Ακολουθούσε το ρεύμα και τις καταστάσεις. Ήταν κι αυτό ένα κομμάτι εξάλλου του "αφήνομαι στη ζωή κι όπου με πάει". Δεν ήθελε περιορισμούς στις πιθανές εμπειρίες του. Κανέναν. ήθελε να ζήσει όλες αυτές τις ζωές που δεν έζησε. Να έχει μια ευκαιρία να κάνει όσα δεν έκανε. Και να γίνει όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που με τις επιλογές του δεν έγινε ποτέ. Μέχρι την επόμενη αναχώρηση.

Και γνώρισε πολλούς ανθρώπους. "Πάτερφαμίλιες", πόρνες, μεγαλοστελέχη, ηθοποιούς, εμπόρους, πρεζάκηδες, αγρότες, συνταξιούχους, πιτσιρίκες, αλλοδαπούς, ανάπηρους, μοιραίες γυναίκες και κληρικούς. Και πολλούς άλλους ακόμα. τους αγαπούσε όλους για λίγο καιρό, και μετά τους διέγραφε. Έτσι κι αλλιώς, ειδικά τον τελευταίο καιρό, τους ξέχναγε όλους. Του είχε ήδη γίνει πολύ δύσκολο να θυμάται καταστάσεις και ονόματα. Ήταν πλέον φανερό ότι η αρρώστια είχε προχωρήσει. Δεν τον πείραζε το είχε αποδεχτεί. Μπορούσε ακόμα να κρατάει την ουσία. Ζούσε μέσα και παράλληλα από τις ζωές αυτών που γνώριζε. Ζούσε περιστασιακά αλλά δυνατά. Έκλαιγε με τον πόνο τους και γελούσε με τη χαρά τους. Δεν ήθελε κάτι άλλο αυτό του αρκούσε. Μικρές περιστασιακές ζωές, γεμάτες συναισθηματική ένταση, με ημερομηνία λήξης. Έφευγε πριν προλάβει να βαρεθεί. Προτού όλα γίνουν προβλέψιμα και προτού δεθεί υπερβολικά μαζί τους. Έφευγε και ξέχναγε το μέρος και τους ανθρώπους, κρατώντας μόνο τη γλυκόπικρη γεύση στον ουρανίσκο.

Όταν πρωτοβγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, του είχαν κοπεί τα πόδια. Εκείνη η πάρα-πάρα-πάρα πολύ σπάνια αρρώστια με το δύσκολο όνομα. Που προσβάλλει τα νεύρα και οδηγεί αργά, αλλά σταθερά σε παράλυση, καθώς και σε εκφυλισμό των εγκεφαλικών κυττάρων. Φυσικά κανείς ποτέ δεν προλαβαίνει να χαζέψει τελείως. Έχει πεθάνει πολύ νωρίτερα.

Δεν ήξερε τι να κάνει. Ο χρόνος που του έδιναν ήταν πάρα πολύ λίγος. Όλα του τα σχέδια κατέρρευσαν σαν πύργος στην άμμο. Όλοι οι "αγαπημένοι" του τον έκλαιγαν και τον κοίταζαν με οίκτο, ωσάν να είχε ήδη πεθάνει. Ώσπου κατάλαβε.
Κατάλαβε ότι οι δικοί του άνθρωποι, θα προγραμμάτιζαν για αυτόν την υπόλοιπη ζωή του και τον θάνατό του. Μια "υπόλοιπη ζωή" υπερπροστατευτική και αποστειρωμένη. όπως είχαν έμμεσα προγραμματίσει και την μέχρι τότε ζωή του. Τις "καλές" σπουδές, την "καλή" γυναίκα, την "καλή" δουλειά.. Εκεί όμως ήταν το πρόβλημα. Δεν ήθελε τα "καλά". Τα ήθελε ΌΛΑ!



Δεν ήθελε να ζήσει προστατευμένος από τις εμπειρίες των άλλων. Ήθελε να τα δοκιμάσει όλα, και να αποφασίσει μόνος του. Βέβαια, τώρα δεν είχε πια την πολυτέλεια του χρόνου για να αποφασίσει κάτι και να πορευτεί με αυτό. Το λιγότερο όμως που μπορούσε να κάνει, και ταυτόχρονα το πιο σημαντικό δώρο μου θα μπορούσε να του κάνει κάποιος, θα ήταν να τα δοκιμάσει. Και θα το κανε το δώρο αυτός, στον εαυτό του.

Κι αυτό έκανε. Κι έτσι βρέθηκε σε αυτό εδώ το κουτούκι. Σε μια πόλη που δεν ήξερε. Με ανθρώπους που δεν ήξερε. Μακριά από αυτούς που ήξερε. Από αυτούς που δεν ήξεραν να ζήσουν. Από αυτούς που από την "αγάπη" τους και το "φόβο" τους δεν άφηναν κι αυτόν να ζήσει. Και δεν του έλειπαν καθόλου. Και το αλκοόλ, αυτές τις ώρες, βοηθούσε λίγο σε όλα αυτά. Ευλογημένο αλκοόλ! Πάντα μόνος του ήταν. Απλά το κατάλαβε αργά. Χρειάστηκε να αρρωστήσει πρώτα. Ευλογημένη αρρώστια! Ήταν το ωραιότερο δώρο της ζωής του! Πόσο ανάγκη είχε να νιώσει κοντά του το θάνατο, για να εκτιμήσει επιτέλους τη ζωή. Και να τη ζήσει επιτέλους για τον εαυτό του. Πόσο όμως! Αν μπορούσε να ευχηθεί κάτι για όλη την ανθρωπότητα, αυτό θα ήταν να πάθουν όλοι μια σοβαρή αρρώστια. Και μόλις εκτιμήσουν τη ζωή, να θεραπευτούν! Αλλά τελικά το σημαντικό για αυτούς, θα ήταν να αρρωστήσουν. Όσο ξεφτιλισμένο κι αν ακούγεται.

"Εβίβα!"
Φωνάξανε όλοι μαζί και ύψωσαν τα ποτήρια τους!
"Εβίβα!"
Είπε κι ο ... Μήτσος (έτσι τον λέγαν εδώ) και τσούγκρισε.
"Να σκάσουν οι οχτροί μας!" Ακούστηκε μια γελαστή φωνή από κάπου.
"Όχι!" είπε, χωρίς να σκεφτεί, ο Διονύσης. "Να πάθουν καρκίνο!"
Σχετική παγωμάρα επικράτησε για μισό δευτερόλεπτο. Ο γηραιότερος (και αρκετά πιωμένος) πήρε το λόγο, γελώντας.
"Χαχαχα! Έχεις περάσει πολλά εσύ έτσι; Ξέρεις! Χαχαχα! Είσαι μεγάλο αρχίδι εσύ! Είσαι άρρωστος, ρε! Πολύ σε πάω! Στην υγειά σου! Άχαχαχα!"
Και όλοι, κι ο Διονύσης μαζί ξέσπασαν σε γέλια. Και ανάμεσα σε δυο χαχανητά, μουρμούρισε χαμογελώντας:
"Ναι είμαι άρρωστος, είμαι μεγάλο αρχίδι!"

Δε ένιωθε κάποια ανάγκη να διακωμωδήσει την κατάστασή του, του έβγαινε τελείως φυσικά.









Στέλιος



- Τι θα γίνει επιτέλους; Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί με πήρες τριανταδύο φορές; Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τριανταδύο κλήσεις στο κινητό μου! Ποτέ!
- Είχες πει ότι θα μου κάνεις αναπάντητη να σε πάρω όταν θα γύριζες σπίτι και ανησύχησα!
- Με πήραν τηλέφωνο με το που μπήκα σπίτι και ξανάφυγα. Και φεύγοντας το ξέχασα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας! Μόνο δυο ώρες έλειψα! Πότε πρόλαβες και τις έκανες; Και τελοσπάντων, τι σου έφταιξαν οι γονείς μου να το ακούν όλο το βράδυ;
- Έχεις δίκιο. Μαλακία έκανα, συγνώμη. Απλά ανησύχησα.
- Τι ανησύχησες μωρέ; Μη βρήκα γκόμενο; Τόση πολλή εμπιστοσύνη μου χεις πια;
- Ο..ο...όχι! Δε...δεν ήταν αυτό! Αλήθεια σου λέω! Απλά να ... ανησύχησα...
- Αμάν μωρέ ανησύχησες κι ανησύχησες! Ούτε η μάνα μου να 'σουνα! Ούτε αυτή δεν κάνει έτσι!

Αυτό το τελευταίο τον πείραξε. Δεν είπε τίποτα.

Ήξερε ότι γινόταν πιεστικός. Δεν ήταν από ζήλεια, όντως. Αν τον απατούσε θα της το συγχωρούσε, αρκεί να ήθελε να είναι μαζί του. Πάντα έτσι ήταν ο Στέλιος. Ο ίδιος όμως δεν είχε απατήσει ποτέ.

Και ποτέ δεν έκοβε επαφή με τις πρώην του. Κρατούσε τα τηλέφωνα και τις έπαιρνε μια στο τόσο, να μάθει αν είναι καλά και να ακούσει νέα τους. Τους είχε προκαλέσει πολλά ερωτηματικά αυτή του η συμπεριφορά. Πολλές επιδίωξαν επανασύνδεση. Και έπεσαν από τα σύννεφα όταν τους είπε ότι δεν θα 'θελε κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως γίνεται να τις αγαπάει και να μη της θέλει. Και δεν ήθελαν.

Προφανώς και με κάποιες έκοψε επαφή. Αλλά του στοίχησαν. Και το χειρότερο ήταν με την Έλλη.

Ήταν πάντα πολύ τρυφερός στο κρεβάτι. Και το σεξ μαζί του μια ατέλειωτη αγκαλιά και ένα αέναο φιλί. Σίγουρα είχε και ένταση και πάθος, αλλά ούτε μελανιές ούτε βρωμόλογα. Ούτε και ήθελε να έχει. Η Έλλη αντίθετα ήθελε. Και του το ζητούσε. Από την πρώτη κιόλας φορά.

- Σκίσε με καυ^!@ρη μου!

Ο Στέλιος πάγωσε.

- Σταμάτα σε παρακαλώ δε μου αρέσει αυτό.
- Εμένα όμως μου αρέσει! Να με γ@#@ς με το σκληρό σου π*u#σο!
- Σου είπα σταμάτα, δε γουστάρω μαλακίες!

Τραβιέται.

- Τι έπαθες μωρέ; Τι είναι εδώ, εκκλησία; Γίνε λίγο άντρας!
- Εγώ έτσι είμαι και σε όποιον αρέσει. Κι αν δε γουστάρεις να μου πεις να φύγω.
- Να φύγεις και αν δεν βρεις το πουλί σου να μην με ξαναενοχλήσεις!
- Έγινε. Δε σε ξαναενοχλώ. Να βρεις κάποιον άλλον να σε ξεφτιλίσει, αφού το 'χεις τόσο πολύ ανάγκη. Γεια!
- Στα τσακίδια! Να σε χαίρεται η μανούλα σου, τέτοιον άντρα που 'κανε!

Έφυγε. Ήθελε να κλάψει από τα νεύρα του, αλλά συγκράτησε τα δάκρυά του. Η Έλλη όχι.

Από τότε που πέθανε η μάνα του νόμιζε ότι τα κατάφερνε πολύ καλά. Καλύτερα από όλους στην οικογένεια. Αυτό που δεν καταλάβαινε, ήταν πόσο άνετα κάποιοι την έβαζαν στο στόμα τους. Είχε κάνει τα πάντα για αυτήν, καθώς ο «λύκος» έτρωγε το ασθενικό της κορμί. Ήταν ο μόνος που μπορούσε να την κάνει να χαμογελάσει, ακόμα και στα τελευταία της. Έκλαψε στην κηδεία της. Κι από τότε ποτέ ξανά. Αν ήξεραν όλοι αυτοί που άνοιγαν έτσι εύκολα το στόμα τους.

Πόσο πολύ του έλειπε μερικές φορές. Πόσο ανάγκη είχε να ακούσει τις συμβουλές της, να νιώσει το χάδι της και την αγκαλιά της. Και πόσο πόνεσε η καρδιά του στην ορκωμοσία του. Όταν είδε χιλιάδες συνομήλικους του γύρω του να αγκαλιάζονται χαρούμενοι με τους πατεράδες τους, τα αδέρφια τους και... και τις μανούλες τους... Ήξερε βαθιά μέσα του ότι, όσο κι αν ήπιε εκείνη τη μέρα, όσο κι αν πόνεσε, ακόμα κι όταν ζαλιζόταν κάποια στιγμή, δεν δάκρυσε. Ο θεός μόνο ξέρει,πόσο πολύ ήθελε να κλάψει. Όμως δεν το κανε. Γιατί ήταν χαρούμενη στιγμή. Έπρεπε να ναι!

Γιατί ποτέ δεν θα έδινε δικαίωμα. Ήταν πάντα η ψυχή της παρέας. Ο κεφάτος, με το έξυπνο χιούμορ, αλλά και τα καραγκιοζιλίκια του. Δεν ήθελε ποτέ να βλέπει σκυθρωπά πρόσωπα. Στενοχωριόταν κι αυτός πάρα πολύ. Πάντα ήθελε να προσπαθεί να δώσει λύσεις σε όλους. Κι αν δεν μπορούσε, έκανε τα πάντα για να τους φτιάξει το κέφι. Δεν μπορούσε να βλέπει δακρυσμένα μάτια, και χλωμά πρόσωπα. Ειδικά τις γυναίκες.

Οι γυναίκες ήταν, είναι και θα είναι πάντα για αυτόν τρυφερά πλάσματα, αγγελικά πλασμένα. Το χαστούκι τους είναι χάδι και η βρισιά νανούρισμα. Και έπρεπε να τις φροντίζει, να τις χαϊδεύει και να τις προσέχει.

Πέρασαν όμως τόσα χρόνια.... Και ακόμα κάτι τον βασανίζει...

Κάθεται στο κρεβάτι και παίρνει κιθάρα του να παίξει. Ούτε στο κομπιούτερ μπορούσε να ξεχαστεί σήμερα ούτε στην τηλεόραση.

. Κάτι τον τρώει. Αλλά και στην κιθάρα οι νότες δεν του βγαίνουν. Σήμερα κάτι πάει στραβά. Το νιώθει. Και ένα ρίγος. Κοιτάζει το μισάνοιχτο παράθυρο. «Αυτό μάλλον είναι», σκέφτεται. «Μπάζει». Σηκώνεται να το κλείσει. Και εκείνη την ώρα κάθεται εκεί μια κίσσα.

“Μα... αυτό είναι το πουλί που... που... ήταν τότε στο νοσοκομείο!”

“Και το φεγγάρι! Είναι ίδιο! Το ίδιο ακριβως που ήταν και... και...”

Ξαφνικά θολώνει. Παίρνει την κιθάρα και τη σπάει στο παράθυρο, προσπαθώντας να πετύχει το πουλί.

“Φύγε γαμημένο, φύγε! ΦΥΓΕΕΕ! Μου την πήρες! Τι άλλο θες πια; Μου τα πήρες ΌΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!”

Ξεσπάει σε κλάματα. Τρέχει στη γωνία του δωματίου με μια κουβέρτα κι ένα μαξηλάρι. Κρύβεται από κάτω και ζαρώνει, σε στάση εμβρύου. Και κλαίει, όπως δεν έκλαψε ποτέ. Ούτε στην κηδεία.

“Γιατί έφυγες; Γιατί με άφησες μόνο μου; Τι έκανα λάθος κι έφυγες; Πες μου, τι; Γιατί δεν μπορώ να καταλάβω τι γίνεται... Χάνω το μυαλό μου! Τη μια στιγμή γέλαγες, και πίστεψα οτι θα μείνεις, αλλά εσύ έφυγες...”

Οι λυγμοί τον πνίγουν. Χτυπαει το χερι του στο πάτωμα και ματώνει.

“Κι από τότε ψάχνω την αγάπη! Ψάχνω τη δικιά μου αγκαλιά! Αυτή που δε θα μοιάζει με καμία άλλη! Μα δε τη βρίσκω, δεν είναι πουθενα! Όσο κι αν ανοιξω τα χέρια μου δε φτάνει για να αγκαλιασω καποια και να νοιώσω έτσι όπως θα θελα, όπως θυμάμαι... Όσο κι αν προσπαθώ ότι κι αν κανω, όλοι φεύγουνε.... τίποτα δεν είναι αρκετο!”

“Θέλω να πεθάνω γαμώτο! Είμαι τόσο μόνος... Όχι! Όχι δε θέλω να πεθάνω! Θέλω να ξαναγίνω πάλι μικρός... πολύ μικρός! Μια χούφτα άνθρωπος! Και να με πάρει πάλι αγκαλιά! Και... και να νοιώθω πάλι τα χέρια της να με τυλίγουν! Και να με κρύβουν ολόκληρο! Και να χάνομαι στη σκοτεινή ζεστασιά... Μόνο τότε υπάρχει αγάπη! Το ξέρω...”

Γυρίζει το κεφάλι. Το φεγγάρι είναι ακόμα εκεί και τον κοιτάει αμείλικτο.

Κρύβεται ακόμα περισσότερο στην κουβέρτα.

“Αλλά δεν γίνεται, το ξέρω. Τίποτα δεν είναι αρκετό. Ότι και να κάνω, όσο και να φροντίζω κάποια, όσο και να αγαπάω... όσο και να αγαπάω... ότι και να κάνω δεν είναι αρκετό... για να γυρίσει πίσω...”


_


_

…….η μανούλα................μαμά..................πονάω...........

_


_





Is this our last chance to say all we have to say
Hiding here inside ourselves we live our lives afraid
So close your eyes and just believe in everything your told
Cause in this land of great confusion it's easy to give up control

Strange world people talk and tell only lies
Strange world people kill an eye for an eye
Strange world dream one-day we'll see the light
Strange world believe and everything will be alright

And this is the place where everything begins and ends again
No secrets left to find no seven deadly sins
This world that we have wasted has kept us very well
When science now is sacred who will save us from ourselves

Συνεχίζεται... και τελειώνει... και τα ονόματα πέσαν από ψηλά με μια άγρυπνη βροχή.

12 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

στης μοναξιάς τον καθρέφτη χάνονται όλα τα σχήματα, θολώνουν οι μορφές, εξομοιώνονται...χρωστάς τιμ-μπαρτόν-ιασμα, έτσι? ;-))

darkwhisper είπε...

Xχαχα το θυμηθήκαμε έτσι; Εννοείται, μολις ξεμπλέξω λίγο.

Ανώνυμος είπε...

τί τύχη (μάλλον όχι τύχη, επιτυχία ουσιαστική) να διαβάζεις τα πιο ψιλούτσικα γράμματα, δυνατά, να μπορείς, να αντέχεις και να προχωράς. είσαι από τους πιο αξιαγάπητους ανθρώπους, νάσαι καλά και να σε -και να μας- προσέχεις. και τύχη να σε βρίσκω στο δρόμο μου (πεζό :)

darkwhisper είπε...

Ευχαριστώ για τα όμορφα λόγια! Κοκκινίζω, βάζω το δάχτυλο στο στόμα, και κρύβομαι πίσω από το πόδι του τραπεζιού μέχρι να βρω τρόπους να σε ... εκδικηθω! :-0

Unknown είπε...

Έχω να πω ότι δεν έχω να πω τίποτα. Μόνο ένα "γεια χαρά!".

Unknown είπε...

Ωχ...

darkwhisper είπε...

@ dana γιεαχαρανταν και τα κουκιά μπαγλαν και ευχαριστώ πολύ πολύ για τη συνεισφορά @ μητσε πάρτααααα!! ;ο)

πετρούλα είπε...

αχ ψιθυρούλη....στεναχωρεθηκα.....

darkwhisper είπε...

Δε μου φάνηκε να ναι από τα πιο οδυνηρά μου πάντως, αλλα σίγουρα η υποκειμενική προσέγγιση του καθενος είναι διαφορετική πετρούλα μου! Κράτα την κρυφή και κυνική αισιοδοξία του διονύση, ξεπαρκαρε το συνεφάκι σου και προχώρα. Έχει και καλύτερα, όντως! ;ο)

πετρούλα είπε...

να τολμήσω να ζητήσω ένα με χαρούμενο τέλος;

darkwhisper είπε...

Έτσι κι αλλιώς σκόπευα το επόμενο (και τελευταίο) να τελειώνει όμορφα. Όχι χολυγουντ βεβαια αλλά με το δικό μου τρόπο. Γενικά όμως, ναι, χαρούμενο τρόπο. Μα σου χαλάω εγώ χατήρι, ε? σου αφιέρωσα το πρώτο, κανεις παραγγελιά το τέλευταίο... τι να ειπώ; στο τέλος θα μου κολλήσεις και χαρτούρα! :ο)

πετρούλα είπε...

τι καλοοοοοος! φιλακι!