BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS »

Τρίτη 31 Ιουλίου 2007

Περί μοναξιάς (πράξη 2η)

Ειρήνη


Η Ειρήνη μόλις είχε ένα καυγά με τη μητέρα της. Δεν ήταν ο πρώτος. Έχουν περάσει  5’ που έκλεισε το τηλέφωνο. Τα μάτια της είναι πρησμένα. Πραγματικά δεν μπορούν να συνεννοηθούν με τίποτα. Είναι τόσο διαφορετικές. Από τότε που θυμάται τον εαυτό της την πίεζε να κάνει πράγματα που δε θέλει. Και το χειρότερο είναι η αντίφαση. Αφού ρε μάνα θες να με κάνεις τυπική γυναικούλα του χωριού, τι το θες το πτυχίο και με ρωτάς συνεχώς για τα μαθήματα;

Η αλήθεια είναι ότι το πτυχίο το θέλει για τον εαυτό της. Τα υπόλοιπα δε θέλει. Τους γάμους, τα παιδιά, και όλα αυτά. Φοβάται. Τόσα χρόνια, ακόμα και παράλληλα με τις σπουδές έπλενε, μαγείρευε, δούλευε. Και υποτίθεται ότι στο γάμο είναι χειρότερα. Πόσο άραγε;

Δεν έχει βέβαια παράπονο. Έζησε και τη φοιτητική ζωή. Είχε τα λεφτάκια της από τη δουλειά και όταν μπορούσε έβγαινε, ξενύχτησε, έπαιξε και με αγοράκια. Ειδικά αυτό το τελευταίο…

Ναι, δεν ήταν πάντα ρόδινα τα πράγματα. Υπήρχαν προβλήματα. Δεν έφταιγε όμως αυτή. Όλοι λέγανε πόσο καλό και όμορφο κορίτσι  ήταν η Ρηνούλα. Ερχόταν σπίτι τους χωρίς να της πούνε και καθάριζε. Ψιλοεύκολη γκόμενα. Και ως γκόμενα σου θα έκανε τα πάντα για σένα. Γκρίνιαζε βέβαια όταν την αδικούσες, αλλά έμενε μόνο εκεί. Παρόλα αυτά όλοι την πιέζανε. Οι φίλες της να βγαίνει πιο συχνά παρόλο που ήξεραν ότι δεν έχει ούτε πολύ χρόνο, ούτε χρήματα. Και οι γκόμενοι της να κάνει πράγματα που δεν ήθελε. Και όταν τα ‘κανε για να τους ευχαριστήσει δεν ίδρωνε το αυτί τους. Ζητούσαν κι άλλα. Δεν άντεχε άλλη πίεση. Για αυτό και τώρα ήταν μόνη της. Εντελώς. Ούτε φίλες ούτε άντρα. Τίποτα. Όντως ένιωθε πιο ήρεμη. Αλλά και τόσο μόνη.

Σίγουρα η μάνα της θα χαιρόταν από την τωρινή της κατάσταση. Τη φαντάζεται να λέει: «τι να τους κάνεις τους άντρες; ‘Έχεις τις σπουδές τώρα. Τελείωνε να γυρίσεις πίσω στο χωριό, και θα τα βρούμε τα άλλα». Και να ‘ταν μόνο αυτό; «Την παρθενιά σου θα τη δώσεις μόνο σε έναν άντρα. Τον άντρα σου! Και πρέπει να σαι καλή στο κρεβάτι για να τον κρατήσεις! Τις φίλες δεν τις χρειάζεσαι. Μόνο τον άντρα σου. Έτσι και αλλιώς, μόλις παντρευτείς, θα φύγουν όλες. Κι αυτές που θα μείνουν, θα θέλουν να σου τον φάνε.» τι λε ρε μάνα; 24 χρονών κοπέλα και δε θα χω φίλες; Και θα σκέφτομαι από το πρωί μέχρι το βράδυ τον ιππότη στο άσπρο άλογο; Και πώς διάολο θα είμαι καλή στο κρεβάτι αν έχω πάει μόνο με έναν; Μα είναι για γέλια αυτά! …αλλά δεν γελάω…

Και όμως πως γίνεται τώρα να βρίσκεται σε αυτό το αδιέξοδο; Γιατί όλα τα «καλά κοριτσάκια» που διαβάζουν, δουλεύουν και κοιμούνται νωρίς, όπως κάνει και εκείνη, τις φαίνονται τόσο χαζές; Και γιατί οι «ξεπεταγμένες» Θέλουν συνεχώς να παρτάρουν, και ποτέ δε σοβαρεύονται; Δεν υπάρχει μέση λύση;

Και πώς γίνεται όλοι οι άντρες που είναι καλά παιδιά να είναι τόσο φλώροι; Και οι πραγματικοί άντρες, να κοιτάνε μόνο πώς να την εκμεταλλευτούν; Δεν γίνεται να υπάρχει κάποιος, που να ξέρει να κρατάει τα ηνία, να την κάνει να νιώσει γυναίκα, και παρόλα αυτά να είναι καλό παιδί; Να νοιάζεται; Τόσες ερωτήσεις… Και ούτε μια απάντηση…

Και μου ‘χε πει ότι θα πονούσε η πρώτη φορά. Αλλά πονούσε και η δεύτερη. Και όλες οι επόμενες. Δεν πήγαινε όμως στο γιατρό. Πίστευε ότι απλά ήταν πολύ στενή και δεν είχε ανοίξει ακόμα. Και της είχε δημιουργήσει φοβία η μάνα της για το γυναικολόγο. «Πως θα πάς να ανοίξεις τα πόδια σου σε έναν ξένο άνθρωπο; Και ειδικά άντρα; Είναι μεγάλη ντροπή! Άσε που δεν ξέρουν τίποτα! Όλο βλακείες λένε! Χωρίς αυτούς τόσα χρόνια, μια χαρά τα καταφέρναμε! Και είναι ντροπή. Μακριά!»

Ναι, τη φοβόταν πολύ την ντροπή. Την ήξερε καλά.

Παρόλα αυτά πήγε κάποια στιγμή στο γιατρό. Κάποια στιγμή που δεν άντεχε τους πόνους, είχε βρει και ένα καλό παιδί (ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε τότε) και ο φόβος να τον χάσει κι αυτόν, ήταν μεγαλύτερος από το φόβο του γυναικολόγου. Και πήγε. Πολυκυστικές. Είχε ξεκινήσει σαν κάτι απλό, αλλά μετά από τόσο καιρό οι φλεγμονές είχαν μεγαλώσει πάρα πολύ και είχαν γίνει επικίνδυνες. Αν δεν ξεκινούσε θεραπεία σύντομα δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει πάνω από δύο στάσεις στο σεξ, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Και φυσικά, θα της προκαλούσε στείρωση. Από τι προήλθαν; Από τα κοντά μπλουζάκια, τα χαμηλοκάβαλα, και τις μολύνσεις. Ναι, η αλήθεια ήταν ότι δεν πολυχρησιμοποιούσε προφυλακτικό. Ένιωθε ενοχές (και) για αυτό. Αλλά της άρεσε περισσότερο. Και πονούσε λιγότερο. Δεν ήθελε όμως ούτε οικογένειες ούτε παιδιά. Ούτε έψαχνε για σύζυγο. Την πλάκα της έκανε. Ναι, έτσι ήταν...

Πολύ αργότερα, και αφού το είχε πει στη μητέρα της, εκείνη της παραδέχτηκε ότι είχε το ίδιο πρόβλημα. Αυτό ήταν! Είναι κληρονομικό! Και το ’λεγε η μαμά ότι λένε χαζομάρες οι γιατροί και ότι δεν ξέρουν τι τους γίνεται! Κληρονομικό, έτσι εξηγούνται όλα. Δηλαδή τι, η μάνα της φόραγε ξέκωλα; Αποκλείεται! Αυτή... ήταν μια άγια...

Παύση. Το μυαλό της αδειάζει. Δάκρυα κυλάνε πάλι από τα μάτια της. Κατά βάθος πάντα το ήξερε. Αυτή η «αγία» ήταν που της είχε καταστρέψει τη ζωή. Από αυτή πήρε τη γκρίνια για την οποία την κορόιδευαν όλοι. Αυτή η φοβερή γκρίνια της μητέρας της ήταν που είχε οδηγήσει τον πατέρα της στο ποτό. Αυτή ήταν ο λόγος για τους ομηρικούς τσακωμούς στο σπίτι της. Αυτός... (ρίγος) ήταν ο λόγος που τις είχε πετάξει και τις δύο έξω από το σπίτι όταν ήταν 5 χρονών. Ποτέ δε θα ξεχάσει την ντροπή! Ποτέ! Η μάνα της να τον λέει μέθυσο, κι αυτός να τη λέει πουτάνα! Κι αυτή να είναι με το νυχτικό. Να κρυώνει και να κλαίει. Και η μάνα της να φωνάζει προς το παράθυρο του σπιτιού. Και ο μπαμπάς να της πετάει τα βρακιά και τις κάλτσες από το παράθυρο. Και όλο το χωριό να γελάει! Αυτά τα γέλια τα ακούει ακόμα στα αυτιά της. Και τη ντροπή... ποτέ δε θέλει να το ξανανιώσει... ποτέ... Να γυρίζουν από σπίτι σε σπίτι... όσο τον παρακαλούσε και τον έβριζε η μάνα της να τις πάρει πίσω... οι γείτονες να τους φέρονται σα να ναι βρώμικες. Να τις βάζουν να κοιμούνται σε πατώματα, σε αποθήκες. Και να τρώνε τα αποφάγια τους. Σαν να ναι σκουπίδια. Σα σκυλιά. Χειρότερα από σκυλιά...

 Ναι, τελικά τις δέχτηκε πίσω μετά από μια βδομάδα. Και οι τσακωμοί συνεχίστηκαν. Και στο σχολείο ήταν δαχτυλοδειχτούμενη. Και παρόλο που έχει πολλά χρόνια να το αναφέρει αυτή δε το ξέχασε ποτέ. Πως θα μπορούσε να ξεχάσει τη ντροπή... Τα κατάφερε όμως και τότε η μάνα της.

Έχει φορτώσει απίστευτα. Έχει στερέψει από δάκρυα. Μια κραυγή ανεβαίνει στο λαιμό της Ειρήνης.

ΠΑΛΙΟΚΑΡΙΟΛΑ! Τα κατάφερες πάλι. Εσύ τα έκανες όλα! Εσύ φταις για όλα, μόνο εσύ! Τις συμβουλές σου να τις βάλεις στον κώλο σου! Τόσα πράγματα που μου 'λεγες, εσύ τα ‘κανες; Κι αν τα ‘κανες αυτή ήταν η οικογένεια που ήθελες; Αυτή ήταν η ζωή που ποθούσες; Ποια τα επιτεύγματά σου; Ποια ήταν τα όνειρά σου; Ως τι προσπαθείς να δώσεις συμβουλές εσύ σε μένα; Εγώ σπουδάζω! Με δικά μου λεφτά! Και δουλεύω! Και έχω φίλες! Και άντρες! Εσύ τι έχεις; ΤΙΠΟΤΑ!

Γυρίζει και κοιτάζει τα ρούχα που είχε δανειστεί από τη φίλη της. Που έχει να δει ένα μήνα. Και το πλαστικό «δαχτυλίδι» του τελευταίου γκόμενου, δίπλα στα προφυλακτικά και τα λιπαντικά. Που φεύγοντας την είχε πει τρελή. Εξαιτίας του είχε πάει στο γυναικολόγο. Εξαιτίας του έγινε ο καβγάς με τη μάνα της σήμερα το απόγευμα. Δάκρυα πάλι κυλάνε στα μάτια της.

Και πάλι όμως δεν κατάφερα τίποτα. Γιατί είμαι ηλίθια. Από φτωχή οικογένεια. Από χωριό. Από ΜΠΟΥΡΔΕΛΟ οικογένεια. Προσπάθησα πολύ να κάνω πράγματα. Να δοκιμάσω πράγματα. Να φτιάξω τη ζωή μου από την αρχή. Και τέσσερα χρόνια μετά είμαι εκεί από όπου ξεκίνησα. Μόνη μου. Εγώ και το παρελθόν μου. Μέσα σε τέσσερις τοίχους 2Χ2. Και όλοι έχουν φύγει μακριά μου. Γιατί με σιχαίνονται. Γιατί είμαι ένα σκουπίδι. Ένα σκουπίδι! Και τίποτα άλλο (λυγμοί). Και τα κατάφερα. Και πάλι εξαιτίας μου γίνονται όλα αυτά. Γιατί είμαι ένα λάθος. Ένα ατύχημα! Δεν έπρεπε ποτέ να γεννηθώ. Πάλι έμεινα μόνη μου... Τα κατάφερες πάλι μαμά! Έμεινα μόνη μου...

 

(Αναφιλητά)

 

Μαμά...... (μόνο εγώ σε καταλαβαίνω) ....εσύ φταις.... τα κατάφερες πάλι....

 

 

Μαμά....................... 


(Α Ν Τ Ε   Γ Α Μ Η Σ Ο Υ ! ! ! ! ! ! ! !)

 

 

 

..........[ σε αγαπάω ].....................................................

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 Ηλίας

 

Ο Ηλίας είναι μαθητής της Γ’ λυκείου. Κάθεται στη λεκάνη της τουαλέτας του και υποφέρει. Δε θυμάται πότε ενεργήθηκε κανονικά για τελευταία φορά. Μόνο αυτό το κιτρινωπό υγρό που καίει σα βιτριόλι. 25-30 φορές τη μέρα και κάθε φορά ο πόνος είναι χειρότερος. Κάθε φορά.  Δυο χούφτες φάρμακα κάθε μέρα, τα μισά με παρενέργειες. Δεν μπορεί να ακούσει ούτε τις σκέψεις του από τον πόνο. Μια σπάνια πάθηση του παχέος εντέρου του έχει δημιουργήσει μια φλεγμονή στο έντερο 1,5 μέτρο. 25% πιθανότητες να εξελιχθεί σε καρκίνο. Εγχείριση δεν παίρνει. Είναι μεγάλο το ρίσκο. Και πρέπει να τον κρατήσουν ζωντανό, πάση θυσία. Γιατί;

Όλα τα χρόνια ο Ηλίας ήταν ο κορυφαίος παντού. Πρώτος στα μαθήματα, πρώτος στα αθλήματα. Πανέμορφο και πανέξυπνο αγόρι, σχεδόν κάθε μέρα έβρισκε ραβασάκια στην τσάντα του. Και ο μεγάλος του αδερφός ήταν πέρυσι Πρόεδρος 15μελούς. Ήταν δημοφιλής χωρίς να κάνει τίποτα το ιδιαίτερο, μόνο αυτό που έκανε πάντα. Πρώτος σε όλα. Πάσχιζε να σε κερδίσει ακόμα κι αν τον ανταγωνιζόσουνα σε κάτι που δεν είχες καμιά ελπίδα. Αν δώσεις σε κάποιον το δικαίωμα να σου βρει ένα λάθος, έλεγε, μετά μπορεί να στο χρεώσει όσο θέλει. Και δεν το 'δινε. Ποτέ. Πάντα με πολύ κόσμο γύρω του, ποτέ μόνος του – όλοι τον θέλανε στην παρέα τους. Μέχρι τη μέρα που αρρώστησε.

Του είναι αδύνατον να πάει σχολείο. Πρέπει να είναι κοντά στο σπίτι του σε περίπτωση που τον πιάσει κρίση. Φοβάται. Και η ξεφτίλα θα τον σκότωνε. Από τότε κάθεται σπίτι του και κανείς δεν έχει τηλεφωνήσει από τους χιλιάδες φίλους του. Μόνο κάνα δυο την πρώτη βδομάδα. Μετά τίποτα.

Μόνο η οικογένειά του έμεινε να τον στηρίξει σε όλο αυτό. Η τέλεια οικογένειά του. Μόνο που τώρα, που ήταν αναγκασμένος να κάθεται πιο πολλές ώρες στο σπίτι, τα έβλεπε αλλιώς τα πράγματα. Ένα βράδυ που σηκώθηκε για την καθιερωμένη διάρροια (ή μια από τις καθιερωμένες, σκέφτηκε, και του 'κανε εντύπωση πόσο συχνά αυτοσαρκάζεται τελευταία) τους άκουσε να μαλώνουν σιγά. Κάτι για γκόμενες κάτι για αλκοόλ, μπύρες, τα σόγια τους... Προσπέρασε. Δεν ήθελε να ακούσει.

Σηκώνεται από την «ματωμένη» λεκάνη. Πάει στο ψυγείο. Παραμερίζει τις σακούλες με τα λαχανικά και παίρνει μία από τις «κρυμμένες» μπύρες. Βγαίνει στο μπαλκόνι και ανάβει τσιγάρο. Ό,τι απαγορευόταν δηλαδή. Σήμερα το μεσημέρι άκουσε για το Χριστόδουλο. Είχε μια σπάνια πάθηση του παχέος εντέρου μα τώρα είναι καλά. Τι κρίμα να μην είμαι και γω ένας χοντρομαλάκας του θεού σκέφτηκε. «Αλλά ναι ξέχασα, το δικό μου δεν παίρνει εγχείρηση». Σκάει χαμόγελο. Θυμήθηκε αυτό που είχε διαβάσει στο βιβλίο του Διακογιάννη. Σύμφωνα μα την ΚΥΠ το ’65 το 73% των άγαμων κληρικών ήτο κίναιδοι. Όχι ότι οι υπόλοιποι ήταν άγαμοι, αλλά αυτό δεν τους ενδιέφερε. «Εσείς τότε διαβάζατε, κι εγώ τώρα διαβάζω για εσάς!» Ο σαρκασμός είχε γίνει το αγαπημένο του παιχνίδι.

- Είναι αστείο. Μια μεγάλη φάρσα. Τη μια μέρα να με θέλουν όλοι στην παρέα τους και την άλλη να μην ξέρουν αν ζω η πέθανα. Όταν είσαι πρώτος όλοι θέλουν τη συμβουλή σου τον έπαινο σου. Όταν είσαι τελευταίος δε μετράς για κανένα. Στα καλά σου είσαι φίλος, στα άσχημα, είσαι ΜΟΝΟΣ σου. Αυτή είναι η μόνη αλήθεια.

Τινάζει τη στάχτη.

- Φίλοι. Σκατά. Τσιράκια που κολλούσαν δίπλα από τον «αρχηγό». Να λένε ότι αυτοί μου δώσαν πάσα και έβαλα εγώ γκολ στο πρωτάθλημα. Να «παρηγορήσουν» τη γκόμενα που εγώ δεν ήθελα. Να τους δώσω τις σημειώσεις μου που ήταν καλύτερες. Να βγούμε αγκαλιά στη φωτογραφία. Ποιός ξέρει τι ιστορίες ντύνουν με αυτή τη φωτογραφία. Χα! Τσιράκια ήταν. Εγώ δε ζήτησα ποτέ τσιράκια. Παρέα ήθελα. Έναν άνθρωπο να μου κρατήσει το χέρι όταν πονούσα. Αλλά αυτοί μάλλον έχουν τα δικά τους σημαντικά προβλήματα. Και μάλλον αν τους ρωτήσεις θα σου πουν ότι δεν τους έδωσα ποτέ το περιθώριο.

- Άραγε η φαμίλια τι θα λέει στους ξένους; «Μα δεν καταλαβαίνω! {Ο Ηλίας εδώ μιμείται τις φωνές τους} Πως γίνεται αυτό; Αφού αυτό το παιδί μεγάλωσε τέλεια! Με το καλό του το φαί με τις γυμναστικές του. Ο θείος του είναι γιατρός....

Σβήνει ο τσιγάρο με μανία.

- ΣΚΑΤΑΑΑ ΣΤΑΑ  ΜΟΥΟΥΟΥΤΡΑΑΑ ΣΑΑΑΑΑΣ!

- Όλα ψέματα ήταν! Γιατί κανείς εδώ και 19 χρόνια δε μου το ‘πε; Γιατί με αφήσατε να ζω στον κόσμο μου, να πιστεύω ότι υπάρχει δικαιοσύνη; Πόσο κόσμο βοήθησα κι εγώ δε θυμάμαι! ΠΟΥ είναι τώρα όλοι αυτοί; ΠΟΥ; Οι φίλοι είναι δίπλα σου όσο παίρνουν. Τόσα χρόνια που έκανα τον εξομολόγο του κάθε μαλάκα, αυτό δε λέγαν όλοι;

 «Τα ‘ριξε στο γκόμενο που γούσταρα!» Φίλη σου είναι μωρή αρχίδω! Τόσο περίεργο είναι που έχετε τα ίδια γούστα; Αν συζητούσατε σοβαρά που και που θα βρίσκατε τη λύση αλλά όλο μαλακίες λέγατε όταν βρισκόσασταν! Αλλά όλο μαλακίες λέγατε, για τους άλλους και τις άλλες και για αυτά τα ψωλοχύματα που ρίχνετε στη μάπα σας για να ομορφύνετε! Κλώσσες!

«Έχει λέει ένα πρόβλημα και έχει να με πάρει 1 μήνα τηλέφωνο. Και δεν το λέει στον κολλητό του; Να πα να γαμηθεί δεν τον ξαναπαίρνω.» Άντε γαμήσου εσύ παλιοκαραγκιόζη! Έτσι είναι οι κολλητοί; Άλλα 60 χρόνια θα ζήσετε (εσείς γιατί εγώ δεν ξέρω) ο ένας μήνας σε πείραξε;;; Κι αν έχει πρόβλημα πρέπει να το μοιραστεί μαζί σου; Κι αν το μόνο που θέλει είναι το χρόνο του, να μείνει λίγο μόνος του, ούτε αυτό δεν μπορείς να του δώσεις; Και θες να τον βοηθήσεις και στο πρόβλημα του; ΠΑΡΑΔΕΞΟΥ ΟΤΙ ΦΟΒΑΣΑΙ ΜΗ ΣΕ ΠΑΡΑΤΗΣΕΙ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΣΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙΣ ΠΡΩΤΟΣ! Δε το χες συνηθίσει να μη στα λέει, μαλάκα! Χέστηκες τώρα από το φόβο σου!

«Εγώ έχω τα προβλήματα μου κι αυτός μου λέει για τον έρωτα της ζωής του. Μα καλά είναι τόσο αναίσθητος;» Αφού τόσα χρόνια την περίμενε ρε οπλισμένο σκυρόδεμα! Εσύ είσαι τόσο αναίσθητος; Τόσο καιρό που άκουγε τον πόνο σου σε χάλαγε; Οι φίλοι είναι δίπλα και στα καλά και στα άσχημα! Ξέρεις πόσους βρίσκεις να σε ακούσουνε στα δύσκολα; Πόσοι θα ΧΑΡΟΥΝ να σε ακούσουν να πονάς; Αλλά πόσοι θα πονάνε μαζί σου; Και πόσοι θα χαρούν με τη χαρά σου; Κανείς μάλλον. Αν θες να πονέσει μαζί σου κρετίνε, να χαρείς και συ μαζί του. Το ίδιο δύσκολο είναι. Αλλά που να καταλάβεις... Η ζήλεια σε έχει τυφλώσει. ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ!

Δεύτερο τσιγάρο. Τρέμει.

- Και η οικογένειά μου. Η τέλεια οικογένεια. Να τη βράσω εγώ την τέλεια οικογένεια! « {μιμείται πάλι} Πρέπει να μείνουμε ενωμένοι τώρα που αντιμετωπίζουμε αυτό το δράμα.» Μαζί το αντιμετωπίζουμε ρε κωθώνια; Δεν είδα κανέναν σας να ξυπνάει στις τρεις τα χαράματα σφαδάζοντας από τους πόνους σαν ξεκοιλιασμένη φώκια! Αλλά με έχετε ανάγκη. Είμαι η συνέχεια του εαυτού σας. Η ψευδαίσθηση της αθανασίας σας! Ναι, δε λέω έχετε κι άλλο βλαστάρι, αλλά ΕΓΩ ήμουν το επιτυχημένο πείραμα!

- Α, ναι, κι ο μπράδερ! Αδερφός να σου πετύχει. 1,5 χρόνο διαφορά έχουμε, και την έχει δει μεγάλος. Όσο ήμαστε μικρά ήμουν η παρέα του, μετά είχε τη δική του. Κι όταν έρχονταν οι φίλοι μου σπίτι πούλαγε τη μόστρα του. Όταν έρχονται η δικοί του «{μίμηση πάλι} Άσε λέμε άλλα τώρα, δε θα καταλάβεις.» Άμα ερχόταν καμιά ωραία φίλη μου, «καλή η μικρούλα!» Γουστάρεις μουνάκι, ε; Και το καυλί σου μικρό είναι αλλά δε το λες καλό! Εγώ φταίω, που όταν μου την έπεφτε αυτή η φίλη σου που τη γούστερνες, και μου έπιανε τον κώλο «για πλάκα», δεν έκανα τίποτα. Το ‘ριχνα στο χαβαλέ αντί να τη βάλω κάτω και να της πετάξω τα μάτια απέναντι! Τόσο μαλάκας ήμουνα. Και ‘σύ γέλαγες σα χάχας και μου ‘ριχνες ένα βλέμμα σαν της έχιδνας! Σιγά ρε Χατζηαβάτη! Πρόσεχε μη δαγκώσεις τη γλώσσα σου και σε πνίξει το δηλητήριό σου, κρετίνε... Αυτή η οικογένεια είναι που πρέπει να μείνει δεμένη. Να χωρίσετε βρε ζώα! Ηλίθιος είμαι, δε βλέπω; Πιο καθαρά από όλους σας βλέπω. Αφού δεν αξίζει, διαλύστε το! Μόνο τα λεφτά σας έχω ανάγκη! Αγάπη; Παπάρια! Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα! Φτηνές δικαιολογίες για να καλύψετε τους φόβους σας και τις ανασφάλειές σας! Περίμενα να μεγαλώσω να φύγω, και πάνω που θα μπορούσα να δουλέψω αρρώστησα. Ο θεός που πιστεύετε είχε άλλα σχέδια!

- Ναι ο Θεός. Πως το ξέχασα; Που τα ξέρει όλα και δε μας τα λέει. Που είναι ο δίκαιος, αλλά δεν καταλαβαίνουμε το νόημα των πράξεων του. Μια ζωή μου μαθαίναν να σκέφτομαι λογικά. Ένα κι ένα κάνει δύο! Κι από την άλλη η ζωή μετά θάνατον. Έτσι, χωρίς απόδειξη, χωρίς τίποτα! Επειδή το ‘γραψε κάποιος ξυσαρχίδης! Ούτε καν ο ίδιος δηλαδή, οι παρατρεχάμενοί του! «{μίμηση}Τι ‘ν’ αυτά που λες παιδί μου, δε φοβάσαι;» Να φοβηθώ ΤΙ; ΠΟΙΟΝ; Ζω στην κόλαση ΕΝΑΝ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΧΡΟΝΟ!!! Τι χειρότερο μπορώ να πάθω; Πόσες φορές έχω σκεφτεί να αυτοκτονήσω, διάολε; ΠΟΣΕΣ; Τώρα να πέθαινα να τον έβλεπα μπροστά μου τον πούστη! Θα τον ρώταγα:

«- Γιατί όλα αυτά; Γιατί να τα περάσω κι εγώ και τόσα άλλα παιδάκια; Για να πάω στον παράδεισο; Εσύ που τα ξέρεις όλα, δεν ξέρεις αν το αξίζουμε; Πρέπει να μας τεστάρεις; Πες καλύτερα ότι είσαι σαδό! Εγώ να σε φοβηθώ; Αν έβλεπα έναν οποιοδήποτε αρχίδη να πετάει το παιδί του μες στον πόνο και την αδικία, και αντί να το βοηθήσει να του λέει «έλα, προσπάθησε,  κι αν αντέξεις θα σου πάρω γλειφιτζούρι!», θα τον έφτυνα στη μούρη! Οπότε τρία τινά έχουμε: Ή δεν υπάρχεις, ή στα αρχίδια σου, ή γουστάρεις κιόλας! Εγώ αυτά που δίδαξες τα 'κανα! ΕΣΥ ΟΧΙ! Οπότε κάνε με ότι θες! Δεν υπάρχει μέρος να με στείλεις που να μην πάω με ψηλά το κεφάλι! Δε σε έχω ανάγκη! Κανέναν σας! Μπορώ και ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ! Στον πούτσο μου σας γράφω! ΟΛΟΥΣ!»

(Κλαίει) Θεέ σε μισώ! ΣΕ ΜΙΣΩ! Που με κάνεις να υποφέρω... ΣΕ ΜΙΣΩΩΩ!!! (λυγμοί) Και ξέρεις γιατί σε μισώ; Γιατί έχω ανάγκη να σε μισήσω. Γιατί αν δε μισήσω εσένα... (αναφιλητά) ...δεν έχω άλλο λόγο να ζω... είναι όλα ψέ-μά-τά....

 

 

 

 

 

In a darkened room
Beyond the reach of Gods faith
Lies the wounded, the shattered
remains of love betrayed
And the innocense of a child is bought
and sold
In the name of the damned
The rage of the angels left silent
and cold

Forgive me please for I know not
what I do
How can I keep inside the hurt
I know is true

Tell me when the kiss of love
becomes a lie
That bears the scar of sin too deep
To hide behind this fear of running
unto you
Please let there be light
In a darkened room

All the precious times have been put
to rest again
And the smile of the dawn
Brings tainted lust singing my requiem
Can I face the day when I'm tortured
in my trust
And watch it crystalize
While my salvation crumples to dust

Why can't I steer the ship before
it hits the storm
Ive fallen to the sea but still
I swim for shore

Tell me when the kiss of love
becomes a lie
That bears the scar of sin too deep
To hide behind this fear of running
unto you
Please let there be light
In a darkened room