BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS »

Τρίτη 24 Ιουλίου 2007

Περί Μοναξιάς (πράξη 1η)

Στάθης




Ο Στάθης κάθεται χρόνια τώρα στο απόμερο τραπεζάκι σε ένα καφέ στην πλατεία Κολωνακίου. Παίρνει πάντα έναν εσπρέσσο και τον πίνει 3 ώρες. «Έχω μπει στα καλύτερα σπίτια!» λέει γελώντας. Έχει δίκιο. Ψωνίζεται εδώ και χρόνια με διάφορους κυρίους και κυρίες, συνήθως ηλικιωμένους και πλούσιους. Χρεώνει ακριβά και το ξέρει. Έχει μπει στα πιο πλούσια σαλόνια. Πλένεται στις μπανιέρες τους. Τρώει από τα ψυγεία τους. Ξαπλώνει στα κρεβάτια τους. Δεν κοιμάται ποτέ όμως εκεί. Κοιμάται μόνος του. Σε παγκάκια και υπόγεια. Ούτε σουτάρει στα σπίτια τους. Καμιά γραμμή που και που άμα κεράσουν. Αλλά ποτέ πρέζα. Όταν είναι ευτυχισμένος θέλει να είναι μόνος του.
Οι γάτες του δρόμου δε τον ενοχλούν. Αλλά δε θέλει ανθρώπους γύρω του όταν σουτάρει. Έτσι κι αλλιώς ποτέ κανείς δε του έδωσε τίποτα. Τώρα είναι καλά, αυτός γλύφει τις πληγές τους και αυτοί τη δική του. Δε θα μπορούσε να ζητήσει τίποτα άλλο. Δεν έχει γνωρίσει τον έρωτα. Το σεξ δεν τον ενδιαφέρει. Αλλά δε θέλει να είναι και αχάριστος. Πάντα μόνος του ήταν. Παλιά τον πείραζε. Τώρα δεν τον νοιάζει. Το απολαμβάνει κιόλας. Τι να τους κάνει τους άλλους; Όλο προβλήματα φέρνουν. Η μόνη στιγμή ευτυχίας είναι όταν η Κανελλιά κυλάει στις φλέβες του. Αυτό το γλυκό μαύρο σκοτάδι. Του θυμίζει τις μέρες που αποκοιμιόταν στην αγκαλιά της μάνας του κατά το θηλασμό. Ένιωθε κοντά στο Θεό. Του κάνει εντύπωση που οι άλλοι δε θυμούνται από κείνα τα χρόνια. Αυτός δεν έχει τίποτα άλλο καλό να θυμάται από παλιά. Μέχρι τη στιγμή που σούταρε για πρώτη φορά. Τίποτα άλλο μετά το ατύχημα.




Μαρία




Η Μαρία είναι πολύ όμορφη. Την καλούν στα πάρτυ. Πάντα είχε φίλους αλλά ποτέ τόσους. Είχε και όταν ήταν 83 κιλά, πριν από 4,5 μήνες δηλαδή. Τώρα είναι 55.
–Ξέρεις θέλω να σου πω κάτι. Είναι καιρό τώρα που θέλω να στο πω. Μου αρέσεις πολύ. Πάντα μου άρεσες. Αλλά να, είμαστε φίλοι. Έχουμε πει τόσα πολλά και να ... φοβόμουνα. Δεν ήξερα πως θα το πάρεις.
Πόσες φορές την άκουσε αυτή την ατάκα – και δεν έχει κλείσει μήνας από την πρώτη φορά.
-Γαμημένοι μπάσταρδοι, όλοι τα ίδια περιοδικά διαβάζετε; Πίπες όλα αυτά που λέγατε. Ότι δεν είστε γουρούνια και ότι δε σας ενδιαφέρουν μόνο τα βυζιά αλλά και η «επικοινωνία»!
Πόσα βράδια ξενύχτησε σπίτια τους και κλάψαν στον ώμο της. Για τις γκόμενες που τους παράτησαν. Που παίξαν μαζί τους και τους παράτησαν σαν να ταν άψυχα κουκλάκια. Και πόσες φορές ενώ ήταν τύφλα, πήγε κάποιος να τη φιλήσει και σταμάτησε τελευταία στιγμή.
Πάντα της έλεγαν πόσο ζεστό πρόσωπο έχει και τι όμορφα μάτια. Και πόσο γλυκιά κοπέλα είναι. Γλυκά σκατά στα μούτρα σας σκατόψυχοι μαλάκες! «Γλυκούλα». Θεέ μου, πόσο τη μισεί αυτή τη λέξη! Δε θέλει να είναι γλυκιά. Όμορφη. Σκέτο. Καύλα. Μουνάρα. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί οι άλλες στραβώναν όταν τα ακούγανε αυτά. Οι άλλες... Οι παλιές της φίλες εξαφανίστηκαν. Κάτι πίπες της έλεγαν, ότι έχει αλλάξει πολύ η συμπεριφορά της και δε την αναγνωρίζουν.
- Ζηλεύετε καριόλες! Στα αρχίδια μου έχω άλλες φίλες τώρα! Κανείς τους δε βλέπει. Είστε όλοι τυφλοί! Γιατί δε βλέπετε ότι είμαι η ίδια Μαρία; Μερικά κιλά είναι μόνο γαμώτη μου! Σκατά έχετε όλοι μες το κεφάλι σας; Γιατί δε βλέπετε; Γιατί; ΓΙΑΤΙ;;;
Για αυτό και κείνη τώρα θα τους δείξει. Ήδη το κάνει. Τους καυλώνει και φεύγει. Τους πηδάει και τους φτύνει. Γιατί τελικά τους άξιζε. Πάντα τους άξιζε. Απλά δεν μπορούσε να το δει... Και ο κολλητός της ο μαλάκας, ούτε μια καλή κουβέντα δεν της είπε όταν αδυνάτιζε. Τότε που χρειαζόταν στήριξη. Πόσο καιρό έχουν να μιλήσουν; Της λείπει ο μαλάκας...
Το κεφάλι της γυρίζει πάλι. Ζεσταίνεται. Είναι πολύ αδύναμη. Πρέπει να φάει κάτι. Έχει ξεμείνει πίτσα από χτες. Αλλά δε φτάνει, πρέπει να φάει κι άλλο. Και σοκολάτα. Πολλή σοκολάτα. Ανοίγει το ψυγείο και αρχίζει. Μετά από 15 λεπτά και τρία γεύματα αράζει και ανάβει τσιγάρο. Το στομάχι συσπάται. Το κεφάλι γυρίζει πάλι. Τρέχει στην τουαλέτα. Κάνει εμετό. Πολλή ώρα. Σταματάει μόνο όταν η κοιλιά κολλήσει στην πλάτη. Έχει μείνει από αέρα και φτύνει μόνο νερό. Κάθεται στο πάτωμα για λίγο. Σηκώνεται, ανοίγει μια μπύρα και ανάβει τσιγάρο. Είναι η μόνη στιγμή που νιώθει ευτυχισμένη. Μαζί με το στομάχι της αδειάζει και το κεφάλι της. Φεύγει το δηλητήριο. Οι έγνοιες και οι στεναχώριες. Για αυτό γουστάρει να τρώει, το ξέρει. Για το λυτρωτικό εμετό. Πάντα το 'ξερε. Πέρασε όμως η ώρα και είναι μόνη της. Παίρνει το κινητό διαλέγει στην τύχη και κάνει αναπάντητη. Σε 10¨ χτυπάει.
-Έλα μωρό μου! Χιχι, ναι εγώ είμαι! Αμέσως με κατάλαβες! Τι έξυπνος που είσαι! Ναι μωρέ βαριέμαι... δεν έχει και τίποτα καλό η TV... Δεν έρχεσαι από δω να φέρεις και κάνα DVD να δούμε; Ναι, ότι θες. Εμπιστεύομαι το γούστο σου...

Δεν πρόκειται ποτέ ξανά να κοιμηθεί μόνη της.





Πέτρος



Ο Πέτρος οδηγεί στη Μεσογείων. Τι έγινε πριν από λίγο;
Ήταν στο σπίτι του μικρού. Χαϊδευόντουσαν στον καναπέ. Ξαφνικά γυρίζει ο μικρός ξενερωμένος και του λέει:
-Δε σου πα έλα να αγαπηθούμε ντάρλινγκ! Σου πα θέλω να με ξεσκίσεις!
Ο Πέτρος κόλλησε λίγο στην αρχή, αλλά τελικά ανταποκρίθηκε. Τον άρπαξε και τον κόλλησε στον τοίχο. Μπήκε μέσα χωρίς προκαταρτικά. Δαγκωνιές, βρισιές και μια τούφα μαλλιά στα χέρια του, δε του θύμιζαν τίποτα, ούτε καν από τις πρώτες νύχτες με τη γυναίκα του, αλλά σύντομα τον συνεπήραν τόσο που δε σκεφτόταν τίποτα άλλο.
Μόλις τελείωσε παρατήρησε λίγο αίμα στα σεντόνια. Ο μικρός τον είδε.
- Α, μην ανησυχείς, μου χει ξανατύχει δεν είναι τίποτα. Θα πω στη μάνα μου ότι άνοιξε η μύτη μου! Κάνει και αυτή την πουτσόζεστη…
Δε μίλησε. Ο μικρός ήταν μόνο 16 χρονών. Κι όμως φαινόταν έτοιμος για όλα. Ο πατέρας του έλλειπε πολλές ώρες από το σπίτι, λόγω δουλειάς. Η μάνα του είχε γκόμενο. Δε τον ενοχλούσε. Τη λάτρευε.
- Φεύγοντας μην ξεχάσεις πάλι τίποτα. Θα σε πάρω εγώ την άλλη βδομάδα
Και αυτό έκανε. Έφυγε. Τώρα είναι στο δρόμο και οι σκέψεις γυρίζουν στο κεφάλι του με απίστευτη ταχύτητα. Πως του βγήκε αυτό το πράγμα; Πότε έφτασε ως εδώ; Πόσο του την έδινε το κακομαθημένο τσογλάνι! Θα ‘πρεπε να του τα πει κάποια μέρα. Αλλά όχι δεν είναι δική του δουλειά. Κι εξάλλου αν θυμώσει; Πότε θα γυρίσει ξανά να τον κοιτάξει τέτοιο μπουμπούκι; Είναι τόσο μικρός και τόσο όμορφος. Θα μπορούσε να είναι… ΟΧΙ! Σταμάτα! Πάλι μαλακίες σκέφτεσαι! Δεν έχει καμιά σχέση με τα δικά σου παιδιά. Αυτά τα έχεις μεγαλώσει σωστά, δεν πρόκειται να σου βγουν πουστάκια. Μη σκέφτεσαι μαλακίες.
Τα παιδιά του. Όλο διαβάζουν και πάνε φροντιστήρια και… Ποτέ δε βρίσκουν πια χρόνο να μιλήσουν, να παίξουν όπως παλιά. Και η γυναίκα του. Κάποτε κάτι πήγε να της πει…
- Όλο παράπονα είσαι, όλο γκρίνια. Και τι καταλαβαίνεις, όλη μέρα λείπεις καθιστός στη γραφειάρα σου μέχρι να πιαστεί ο κώλος σου! Με ρωτάς εμένα πως μου βγαίνει ο πάτος κάθε μέρα να τα φέρω σε μια σειρά με τα παιδιά και το σπίτι; Κοίτα πάλι κιρσούς βγάζω! Εσύ μόνο το γιατρό πληρώνεις. ΕΓΩ κάθομαι στο κρεβάτι του πόνου! Εγώ…
Δεν ξαναμίλησαν. Μόνο τα τυπικά. Καλημέρα, καλησπέρα… Ενίοτε ούτε κι αυτά. Εκείνος το μόνο που ήθελε ήταν κάποιον να μιλάει. Να τον πάρει μια αγκαλιά. Ένοιωθε τόσο Μόνος. Μα τόσο μόνος… Γύριζε σα σκιά μέσα στο σπίτι. Κανείς δεν ασχολιόταν μαζί του.
-«Έλα ρε μπαμπά σοβαρέψου λίγο. Έχω δουλειά. Θυμάσαι τι μου 'λεγες για τους βαθμούς μου;» Θυμάται. Πώς δε θυμάται.
Έτσι τον τράβηξε το ίντερνετ. Για αυτό ξεκίνησε το chat. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους. Η περιέργεια. Τα όμορφα λόγια. Το απαγορευμένο. Και ο πατέρας του. «Κόψε τα μαλλιά σου γιατί θα σου σπάσω τα πόδια! Σαν κορίτσι είσαι! Τι θες να σε πούνε κίναιδο;»
Πως το θυμήθηκε τώρα αυτό; Μπαμπά πόσο σε αγαπούσα. Όταν ήσουν σπίτι όμως μόνο με μάλωνες. Και συ με αγαπούσες το ξέρω, αλλά ήσουν κουρασμένος. Και δεν ήξερες πώς να το πεις, το ξέρω… Πόσα ήθελα να σου πω, αλλά με πρόλαβε το έμφραγμα. Πήρες μαζί σου ένα κομμάτι από την ψυχή μου. Μου λείπεις. Μπαμπά… Τα παιδιά μου…
Το κεφάλι του πάει να σπάσει. Βλέπει θολά. Και κάπως κόκκινα. Ανάβει τα αλάρμ όπως όπως και κόβει απότομα δεξιά. Βρισιές και φάσκελα. Δεν τον νοιάζει. Κάθεται. Πρέπει να ηρεμήσει. Νευροπίεση. «Δεν είναι τίποτα» του πε ο γιατρός «αλλά πρέπει να ηρεμήσεις». Δεν είχε άλλα συμπτώματα. Μόνο πίεση. Από άγχος. Φοβάται. Δε θέλει να πεθάνει εκεί. Όχι έτσι. Μόνος του.
- Τα παιδιά μου….












I'm gonna take you
To a place far from here
No one will see us
Watch the pain as it disappears
No time for anger
No time for despair
Won't you come with me
There's a room for us there
This innocent beauty
My words can't describe
This rebirth purity
Brings a sullen tear right to your eyes
No time for anger
No time for despair
Please let me take you
'cause I'm already there

I'm so alone
My head's my home
I'll return to serenity

Rhyme without reason is why children cry
They see through the system
That's breeding them just so they die
So please let me take you
And I'll show you the truth
Inside my reality
We shared in our youth

I'm so alone
My head's my home
And I feel
So alone
You know
At last
I'll return to serenity

Now that I've taken you
To a place far from here
I really must go back
Close your eyes and we'll disappear
Won't you come with me
Salvation we'll share
Inside of my head now
There's a room for us there


Φυσικά τα ονόματα είναι τυχαία.


(Δυστυχώς) συνεχίζεται...